ηλιακό φάσμα

ηλιακό φάσμα
Τo φάσμα του ηλιακού φωτός που εκτείνεται από την περιοχή των ακτίνων γάμμα έως την περιοχή των ραδιοκυμάτων. Έχει πολύ μεγάλη κλίμακα εντάσεων με μέγιστο στα μήκη κύματος του ορατού φωτός. Μολονότι το κεντρικό τμήμα της καμπύλης μεταβάλλεται ελάχιστα με την ηλιακή δραστηριότητα, τα τμήματα των μεγάλων και μικρών μηκών κύματος επηρεάζονται σημαντικά από αυτήν. Η ένταση της ακτινοβολίας στην περιοχή των ορατών και υπέρυθρων μηκών κύματος συμφωνεί με την ακτινοβολία ενός μελανού σώματος σε θερμοκρασία περίπου 6.000 βαθμών Κέλβιν. H μέγιστη ένταση παρουσιάζεται σε μήκη κύματος περίπου 500 νανομέτρων. Αυτό είναι το συνεχές φάσμα της φωτόσφαιρας, όπου εμφανίζονται οι γραμμές απορρόφησης Φράουνχοφερ. Στα πιο μικρά και πιο μεγάλα μήκη κύματος το η.φ. αντιστοιχεί στην καμπύλη ακτινοβολίας ενός μελανού σώματος στους 1.000.000βαθμούς Κέλβιν, που αντιπροσωπεύουν τις θερμοκρασίες του στέμματος και των ηλιακών εκλάμψεων. Στα μήκη κύματος του υπεριώδους και των μαλακών ακτίνων Χ το φάσμα δεν βρίσκεται σε συμφωνία με καμία από αυτές τις καμπύλες μελανού σώματος. Από την αρχική ανάλυση του η.φ. προέκυψαν νέες φασματικές γραμμές, που αποδόθηκαν σε ένα άγνωστο μέχρι τότε στοιχείο, το οποίο ονομάστηκε ήλιο. Αργότερα το ήλιο εντοπίστηκε και στη Γη. Πρόκειται για το ευγενές ελαφρύ αέριο που χρησιμοποιείται για την πλήρωση αερόστατων και σωλήνων ηλεκτρικών εκκενώσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — το, ατος 1. ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο, το όραμα. 2. φάντασμα, οπτασία, εικόνα πεθαμένου που εμφανίζεται σε ζωντανούς: Το φάσμα του πατέρα του Άμλετ. 3. μτφ., απειλή ή κίνδυνος που προσωποποιείται και πλησιάζει: Το φάσμα του πολέμου. – Το φάσμα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γούλαστον, Γουίλιαμ Χάιντ — (William Hyde Wollaston, 1766 – 1828).Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και μετά έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ιατρική. Τέλειωσε τις σπουδές του το 1793 και άσκησε το ιατρικό επάγγελμα επί επτά… …   Dictionary of Greek

  • άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • Ρόουλαντ, Χένρι — (Rowland, Χόουνσντειλ, Πενσυλβανία 1848 – I Βαλτιμόρη 1901). Αμερικανός φυσικός. Με μια μελέτη του επί των μαγνητικών ιδιοτήτων του σίδηρου και του νίκελ (1873) κατέκτησε την υπόληψη και τη φιλία του Μάξουελ, που υπήρξαν αποφασιστικές για τον… …   Dictionary of Greek

  • άγκστρεμ — (angström). Μονάδα μέτρησης μηκών που βασίζεται στο μήκος κύματος λR του ερυθρού φωτός του καδμίου (cd). Με διεθνή συμφωνία ορίστηκε το 1907 σύμφωνα με τη σχέση: λR = 6438.6496 Å, όπου Å είναι το διεθνές σύμβολο της μονάδας ά. Η σύγκριση του Å με …   Dictionary of Greek

  • Άγκστρεμ, Άντερς Γιόνας — (Anders Jöns Angström 1814 – 1874). Σουηδός φυσικός. Διευθυντής του αστεροσκοπείου της Ουψάλα και από το 1858 καθηγητής της φυσικής στο τοπικό πανεπιστήμιο. Μελέτησε τα φαινόμενα μαγνητισμού του βορείου σέλαος και υπήρξε πρωτοπόρος στην έρευνα… …   Dictionary of Greek

  • Λάνγκλεϊ, Σάμουελ Πίρποντ — (Samuel Pierpont Langley, Ρόξμπερι, Μασαχουσέτη 1834 – Έικεν, Νότια Καρολίνα 1906). Αμερικανός αστροφυσικός. Διετέλεσε διευθυντής του αστεροσκοπείου Αλέγκενι και ανώτερο στέλεχος του ινστιτούτου Σμίθσον της Ουάσιγκτον. Μελέτησε την κατανομή της… …   Dictionary of Greek

  • υπεριώδεις ακτινοβολίες — Το σύνολο των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών με συχνότητα μεγαλύτερη της φωτεινής ιώδους ακτινοβολίας και μικρότερη της ακτινοβολίας των ακτίνων Χ· ως προς το μήκος κύματος, οι υπεριώδεις ακτινοβολίες περιλαμβάνουν τις ακτινοβολίες από μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”