φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
φάσμα — το, ατος 1. ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο, το όραμα. 2. φάντασμα, οπτασία, εικόνα πεθαμένου που εμφανίζεται σε ζωντανούς: Το φάσμα του πατέρα του Άμλετ. 3. μτφ., απειλή ή κίνδυνος που προσωποποιείται και πλησιάζει: Το φάσμα του πολέμου. – Το φάσμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γούλαστον, Γουίλιαμ Χάιντ — (William Hyde Wollaston, 1766 – 1828).Άγγλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και μετά έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ιατρική. Τέλειωσε τις σπουδές του το 1793 και άσκησε το ιατρικό επάγγελμα επί επτά… … Dictionary of Greek
άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… … Dictionary of Greek
Ρόουλαντ, Χένρι — (Rowland, Χόουνσντειλ, Πενσυλβανία 1848 – I Βαλτιμόρη 1901). Αμερικανός φυσικός. Με μια μελέτη του επί των μαγνητικών ιδιοτήτων του σίδηρου και του νίκελ (1873) κατέκτησε την υπόληψη και τη φιλία του Μάξουελ, που υπήρξαν αποφασιστικές για τον… … Dictionary of Greek
άγκστρεμ — (angström). Μονάδα μέτρησης μηκών που βασίζεται στο μήκος κύματος λR του ερυθρού φωτός του καδμίου (cd). Με διεθνή συμφωνία ορίστηκε το 1907 σύμφωνα με τη σχέση: λR = 6438.6496 Å, όπου Å είναι το διεθνές σύμβολο της μονάδας ά. Η σύγκριση του Å με … Dictionary of Greek
Άγκστρεμ, Άντερς Γιόνας — (Anders Jöns Angström 1814 – 1874). Σουηδός φυσικός. Διευθυντής του αστεροσκοπείου της Ουψάλα και από το 1858 καθηγητής της φυσικής στο τοπικό πανεπιστήμιο. Μελέτησε τα φαινόμενα μαγνητισμού του βορείου σέλαος και υπήρξε πρωτοπόρος στην έρευνα… … Dictionary of Greek
Λάνγκλεϊ, Σάμουελ Πίρποντ — (Samuel Pierpont Langley, Ρόξμπερι, Μασαχουσέτη 1834 – Έικεν, Νότια Καρολίνα 1906). Αμερικανός αστροφυσικός. Διετέλεσε διευθυντής του αστεροσκοπείου Αλέγκενι και ανώτερο στέλεχος του ινστιτούτου Σμίθσον της Ουάσιγκτον. Μελέτησε την κατανομή της… … Dictionary of Greek
υπεριώδεις ακτινοβολίες — Το σύνολο των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών με συχνότητα μεγαλύτερη της φωτεινής ιώδους ακτινοβολίας και μικρότερη της ακτινοβολίας των ακτίνων Χ· ως προς το μήκος κύματος, οι υπεριώδεις ακτινοβολίες περιλαμβάνουν τις ακτινοβολίες από μήκος… … Dictionary of Greek